Αρχαιολογία

Σότσι – Η Μυστηριώδης Θερινή Πρωτεύουσα της Ρωσίας

Το Σότσι αποτελεί το σπουδαιότερο θέρετρο, σημαντικό οδικό κόμβο και μεγάλο οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η ιστορία του χάνεται στα βάθη της Λίθινης εποχής, ενώ τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής έχουν γεννήσει πλήθος θρύλων και εξακολουθούν να εξάπτουν την φαντασία, προσελκύοντας αρχαιολόγους κι ερευνητές, καθώς και χιλιάδες τουρίστες από όλη τη Ρωσία. Ανεπίσημα χαρακτηρίζεται ως η θερινή πρωτεύουσα της χώρας.

Η πόλη Σότσι βρίσκεται στα βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Υπάγεται στην περιφέρεια του Κρασνοντάρ και απέχει 1.700 χιλιόμετρα από την Μόσχα. Εκτείνεται 145 χιλιόμετρα περίπου κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας, και υπερβαίνει κατ’ έκταση 28 κράτη, μεταξύ των οποίων και το Λουξεμβούργο.

Το παραλιακό τμήμα του Σότσι βρίσκεται σε υποτροπική ζώνη, γεγονός που διακρίνει την περιοχή από το βορειότερο τμήμα, που εκτείνεται από την Ανάπα ως το Τουαπσέ, όπου επικρατεί το κλασικό ξηρό μεσογειακό κλίμα. Η έκταση της πόλης περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της νότιας πλαγιάς του Καυκάσου, από την Μαύρη Θάλασσα ως τις κορυφές της Κύριας Οροσειράς του Καυκάσου, που βρίσκεται 3.500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ως εκ τούτου, η πόλη διαιρείται σε αρκετές κλιματικές/φυσικές ζώνες. Το κλίμα στο Σότσι είναι πολύ υγρό και θερμό, αντίστοιχο κλίμα συναντάμε στην γειτονική Αμπχαζία, καθώς και στα νοτιοανατολικά των ΗΠΑ (Πολιτείες Μισισιπή, Αλαμπάμα, Λουϊζιάνα, Τζώρτζια).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΩΣ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ «ΜΑΪΚΟΠ»

Το γλυκό κλίμα και η ευνοϊκή γεωγραφική θέση του Σότσι, το κατέστησαν από πολύ νωρίς ιδανική περιοχή για την ανθρώπινη παρουσία. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές μαρτυρούν ότι τα βορειοανατολικά παράλια της Μαύρης θάλασσας κατοικήθηκαν ήδη από την πρώιμη Παλαιολιθική εποχή. Τα όπλα από πυρόλιθο, που έχουν βρεθεί στις σπηλιές του Καυκάσου, οδηγούν τους περισσότερους αρχαιολόγους και ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι οι πρώτοι άποικοι του Σότσι έφτασαν εδώ από την Μικρά Ασία μέσω Κολχίδος περί το 400.000-350.000 π. Χ. (πρώιμη Παλαιολιθική περίοδος). Το πιο γνωστό μνημείο της Λίθινης Εποχής είναι το σπήλαιο του Αχστήρ, που κατοικούταν πριν από 250.000 χρόνια.

Το σπήλαιο Αχστήρ

Το 3.000 π. Χ. η περιοχή κατοικήθηκε από φυλές του πολιτισμού «Μάικοπ», που πήρε το όνομά του από τον Μεγάλο Τύμβο της περιοχής Μάικοπ. Τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής ρίχνουν αρκετό φως στον προηγμένο αυτό πολιτισμό της εποχής του Ορείχαλκου. Οι πρώτες ανασκαφές στον Καύκασο πραγματοποιήθηκαν το 1898 υπό τον Ν. Βεσελόβσκι και έφεραν στο φως δυο λίθινους επιτύμβιους τάφους. Ως το 1957 στους αρχαιολόγους ήταν γνωστά μόνο τα ταφικά μνημεία των «Μάικοπ», όμως οι ερευνητικές αρχαιολογικές αποστολές των Α. Στόλιαρ και Α. Φορμόζοφ, καθώς και του αρχαιολόγου από το Μάικοπ Π. Ντίτλερ, φανέρωσαν και αποικισμούς του ίδιου πολιτισμού στις όχθες των ποταμών Μπέλαγια και Φαρς.

Κύριο χαρακτηριστικό του πολιτισμού «Μάικοπ» είναι τα ταφικά του έθιμα. Κυριαρχεί ο τύμβος (kurgan) ως ταφικό μνημείο, κυρίως από πέτρα ή μαυρόχωμα, ύψους από 1 έως 6 μέτρα, συνήθως στρογγυλού σχήματος – ωστόσο απαντώνται και τύμβοι με επίπεδη κορυφή ή σε σχήμα οβάλ, ενώ μερικοί έχουν και ελικοειδή κλίμακα. Ο τάφος μπορεί να σκεπάζει από έναν έως 5 νεκρούς σε εμβρυακή στάση, ξαπλωμένους στο δεξί πλευρό συνήθως. Οι νεκροί καλύπτονταν με κόκκινη ώχρα, ενώ τους προσφέρονταν θυσίες ζώων και ίσως ανθρωποθυσίες. Συχνά γύρω από τύμβους συναντάμε μενίρ σε μια ή περισσότερες σειρές, αλλά και ίχνη από σπονδές. Την ομοιότητα των τύμβων με τα ζιγκουράτ της Μεσοποταμίας, καθώς και την χρονική σύμπτωση του πολιτισμού «Μάικοπ» με την προ-δυναστιακή περίοδο στη Μεσοποταμία, επεσήμανε πρώτος ο Μ. Ροστόβτσεβ ήδη το 1910. Το1956 η Μ. Γκιμπούτας διατυπώνει την θεωρία του «Πολιτισμού των Τύμβων», σύμφωνα με την οποία οι Ινδοευρωπαίοι μετανάστευσαν από την Εγγύς Ανατολή στην Δυτική και Βόρεια Ευρώπη σε τέσσερεις χρονικές περιόδους, αφήνοντας ίχνη του πολιτισμού τους – τους τύμβους –  στα μέρη, που διέσχιζαν.

Οι «Μάικοπ» ήταν λαός ημινομαδικός. Έχτιζαν τις οικείες τους από παλούκια, βέργες και σανίδες, οι οποίες καλύπτονταν στη συνέχεια με στρώμα λάσπης. Στο κέντρο ή κοντά στους τοίχους υπήρχαν εστίες. Μερικές κατοικίες είχαν κεντρικό βοηθητικό στύλο, ενώ το εμβαδόν τους κυμαινόταν από 4-5 έως 72 τετραγωνικά μέτρα. Ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και περιστασιακά με την γεωργία, αφού δεν έμεναν για πολύ σε έναν τόπο. Εξέτρεφαν κυρίως πρόβατα, σε λιγότερο βαθμό – χοίρους και άλογα, που επίσης κατανάλωναν ως τροφή.   Ήξεραν την χρήση του τροχού, αφού μετακινούνταν με άμαξες, ενώ η κεραμική τους δεν θυμίζει σε τίποτα τα αδέξια έργα του προγενέστερου πολιτισμού, που κατοικούσε στην περιοχή την 4η χιλιετία π. Χ. Γνώριζαν την υφαντουργία, και ήταν δεινοί έμποροι. Τα ορειχάλκινα κατασκευάσματά τους αντικατέστησαν στη στέπα τα  χάλκινα, τα οποία εισάγονταν από τα Βαλκάνια και τα Καρπάθια, κι έγιναν παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους λαούς μέχρι το Αλτάι. Οι ίδιοι οι «Μάικοπ» εισήγαγαν τουρκουάζ και λαζουρίτη από το Ιράν και το Αφγανιστάν. Όσον αφορά στην μεταλλουργία, υπάρχουν ίχνη εξόρυξης μεταλλευμάτων στον Καύκασο από πολύ νωρίς, γεγονός που επιτρέπει να υποθέσουμε την ανεξαρτησία των «Μάικοπ» στον τομέα αυτό. Χρησιμοποιούσαν την ίδια τεχνική επεξεργασίας και το ίδιο καλλιτεχνικό στυλ, που εφαρμόζονταν στην Εγγύς Ανατολή στα τέλη Δ` – αρχές Γ` χιλιετίας π. Χ. Τα κοσμήματα, που βρέθηκαν στους τύμβους των «Μάικοπ», θυμίζουν αρκετά αυτά που συναντάμε όχι μόνο στην Εγγύς Ανατολή, αλλά και στην Τροία ή στην Αίγυπτο. Συνήθως πρόκειται για χρυσά ή ασημένια αγαλματάκια ζώων, χρυσές ή ασημένιες πλάκες με διάφορες παραστάσεις, δαχτυλίδια και χάνδρες. Παράλληλα με τον μπρούτζο, οι «Μάικοπ» εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν εργαλεία από πέτρα, κυρίως σφήνες. Σε έναν από τους μεγαλιθικούς τύμβους βρέθηκε κάποιο μουσικό όργανο, που θυμίζει την άρπα από τον τάφο της βασίλισσας Σουμπ Ατ (2.800 π. Χ.) της πόλης Ουρ της Μεσοποταμίας, ενώ ομοιότητες εντοπίζονται και ανάμεσα στις γραφές των δυο πολιτισμών.

ΝΤΟΛΜΕΝ: ΤΑ ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΩΝ ΝΑΝΩΝ

Την 2η χιλιετία π. Χ., τον πολιτισμό των «Μάικοπ» διαδέχεται ο πολιτισμός των ντολμέν, ο οποίος διήρκησε περίπου χίλια χρόνια. Τα ντολμέν ανήκουν στα μεγαλιθικά μνημεία, που εμφανίζονται σε πολλά μέρη της γης στα τέλη της Νεολιθικής – αρχές Χάλκινης εποχής, και εμφανίστηκαν στον Καύκασο την 2η χιλιετία π. Χ. Παρά τις φθορές, παραμένουν τα καλύτερα διατηρημένα μεγαλιθικά μνημεία όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και παγκοσμίως. Συνολικά στον Δυτικό Καύκασο κάποτε υπήρχαν πάνω από 7.000 ντόλμεν, δυστυχώς όμως τα περισσότερα καταστράφηκαν με το πέρασμα του χρόνου, ενώ πολλά ακόμα περιμένουν να έρθουν στο φως.

Στη βρετονική, toal maen σημαίνει «λίθινο τραπέζι». Πρόκειται για μεγαλιθικές κατασκευές, που χρησίμευαν ως τάφοι ή εξυπηρετούσαν λατρευτικούς/λειτουργικούς σκοπούς. Βάσει της κατασκευής τους, διακρίνονται τεσσάρων ειδών ντολμέν: Α) Τα πλακοειδή, αποτελούμενα από τέσσερις λίθινες πλάκες – τοίχους, οροφή και πάτωμα, τετράγωνα ή τραπεζοειδή. Το μπροστινό τοίχος έχει μια μικρή πόρτα. Οι πλάκες είναι ταιριασμένες μεταξύ τους με ακρίβεια χιλιοστού, γεγονός που καταρρίπτει την άποψη ότι τα μνημεία ανεγέρθησαν από ανθρώπους ημιάγριους. Β) Τα σύνθετα, αποτελούμενα από πολλά διαφορετικά κομμάτια. Απαντώνται εξαιρετικά σπάνια, και έχουν ποικίλα σχήματα. Γ) Τα σκαφοειδή, που είναι και τα πιο συνηθισμένα. Άνοιγαν μια μεγάλη κοιλότητα σε σχήμα σκάφης μέσα σε έναν τεράστιο βράχο, τοποθετούσαν πάνω της μια λίθινη πλάκα ή αναποδογύριζαν τη «σκάφη» βάρους πολλών τόνων, ανοίγοντας μικρό κούφωμα (πόρτα) στην πρόσοψη. Τέλος, Δ) Τα ντολμέν-μονόλιθοι, που έχουν εξολοκλήρου λαξευτεί από έναν βράχο ή έχουν σκαφτεί μέσα σε βράχο. Πλέον σώζεται μονάχα ένα σε όλο τον κόσμο, και βρίσκεται στο Σότσι. Είναι το περίφημο ντολμέν Βολκόνσκι, στο χωριό Σολονίκη της περιοχής Λάζαρεφσκι, κοντά στον βράχο «Τα Δυο Αδέρφια» («Ντβα Μπράτα»). Εκατοντάδες επισκέπτες κατακλύζουν την περιοχή, προκειμένου να δουν αυτό το θαύμα της αρχαιότητας, γεγονός που ώθησε τις αρχές να λάβουν μέτρα για την προστασία του μνημείου.

Εκτός από το ντολμέν Βολκόνσκι, αξίζει να αναφέρουμε την «Κοιλάδα των Ντολμέν», που φιλοξενεί σύμπλεγμα από 12 μνημεία (22 παλαιότερα), 4 πλακοειδή και 8 σκαφοειδή. Ένα άλλο όμορφο σύμπλεγμα είναι αυτό της χαράδρας Μαμέντωφ, που αποτελείται από δυο σκαφοειδή και ένα πυραμιδοειδές ντολμέν. 

Το ίδιο σύμπλεγμα περιλαμβάνει και σειρά από μενίρ. Το εθνικό πάρκο του Σότσι, «Μπερεντέγεβο Τσάρστβο», εξυπηρετεί την πρόσβαση στα μνημεία. Στον ίδιο πολιτισμό ανήκει και ο βωμός Κουντεπστίνσκι, με δυο λαξευμένα καθίσματα που το καθιστούν μοναδικό στο είδος του, καθώς η χρήση του δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί. Η πρόσβαση σε όλα τα μεγαλιθικά μνημεία είναι ελεύθερη, ενώ πραγματοποιούνται και οργανωμένες εκδρομές, καθώς το ενδιαφέρον των ανθρώπων γι’ αυτά ολοένα αυξάνει.

Το ζήτημα της εμφάνισης των ντολμέν στον Καύκασο δεν είναι εύκολο. Τα πρώιμα ντολμέν έχουν τέλειο σχήμα, και διακρίνονται για  τις μαθηματικές αναλογίες της εσωτερικής κάμαρας. Πλάκες βάρους 3-30 τόνους εφάπτονται μεταξύ τους με ακρίβεια χιλιοστού. Για την κατασκευή χρησιμοποιούσαν όγκους συγκεκριμένου είδους αμμόλιθου, τους οποίους συνήθως μετέφεραν σε απόσταση χιλιομέτρων, ενώ δεν υπάρχουν ίχνη δρόμων, από τους οποίους θα μπορούσαν να είχαν μεταφερθεί. Στα πρώιμα ντολμέν συχνά βλέπουμε μονότυπες παραστάσεις, ενώ μερικά φέρουν ελικοειδείς γραμμές ή και τρίγωνα. Κάποια είναι αστρονομικά προσανατολισμένα, όπως το σκαφοειδές ντολμέν στην χαράδρα Μαμέντωφ, η πυραμιδοειδής δυτική πλευρά του οποίου δείχνει ακριβώς το σημείο ανατολής του ήλιου κατά την Εαρινή και την Θερινή Ισημερία. Η κορυφή της πυραμίδας είναι κομμένη κατά τέτοιο τρόπο, που η πρώτη ακτίνα του ήλιου πέφτει πάνω ακριβώς στο κομμάτι που λείπει. Τα ντολμέν της ύστερης περιόδου είναι πιο χοντροκομμένα, ενώ φαίνεται ότι με την πάροδο του χρόνου τα μνημεία χρησιμοποιούνταν ως τάφοι ή οστεοφυλάκια αρκετές φορές και σε διάφορες εποχές, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο δυσχερή τη μελέτη τους.

Ανασκαφές στο εσωτερικό των ντολμέν έφεραν στο φως πολλούς τάφους των ανθρώπων της εποχής του Ορείχαλκου, σε εμβρυακή στάση. Δίπλα υπάρχουν τα προσωπικά τους αντικείμενα, λίθινα και μπρούτζινα εργαλεία και πήλινα αγγεία. Από τότε ως τις μέρες μας, πολλοί λαοί διέσχισαν την περιοχή του Καυκάσου, ή και εγκαταστάθηκαν εδώ. Πολλοί από αυτούς, χωρίς να ανεγείρουν ντολμέν, τα χρησιμοποιούσαν ως ταφικά μνημεία. Έτσι, βρίσκονται και μεταγενέστεροι τάφοι, ως τον ύστερο Μεσαίωνα, που ανήκουν σε εκπροσώπους διαφόρων λαών, από τα πρώτα καυκάσια φύλα μέχρι Έλληνες και Σκύθες. Συνήθως δίπλα στα ντολμέν υπάρχει μια λίθινη πλάκα με μικρή οπή, λατρευτικής σημασίας, ενώ μεγάλο ρόλο έπαιζε και ο βωμός – ο «τσερκέζιος λίθος», όπως αποκαλείται από τους ντόπιους.

Οι άνθρωποι, που έφτιαξαν τον μεγαλειώδη αυτό πολιτισμό, δεν μας έχουν αφήσει κανένα άλλο μνημείο, κατάλοιπο του πολιτισμού τους. Δεν υπάρχουν ευρήματα οικισμών, όπως δεν υπάρχουν και ευρήματα εργαλείων, με τα οποία κατασκεύαζαν τα ντολμέν τους. Η παντελής έλλειψη στοιχείων έχει φέρει σε αμηχανία  αρχαιολόγους και ιστορικούς, και εξάπτει την λαϊκή φαντασία. Η μόνη νύξη που έχουμε σχετικά με την εμφάνιση των ντολμέν, είναι ένας λαϊκός θρύλος των Τσερκέζων. Σύμφωνα με αυτόν, «Κάποτε, ψηλά στα σπήλαια του Καύκασου κατοικούσε η φυλή των νάνων, που ασχολούταν με μαγείες και έζευε λαγούς αντί για άλογα. Στην κοιλάδα, αντίθετα, ζούσαν οι χαζοί γίγαντες, που ασχολούνταν με το κυνήγι. Ζούσαν για πάρα πολλά χρόνια, χωρίς να ξέρουν οι μεν για τους δε. Μια μέρα όμως οι νάνοι κατέβηκαν στην κοιλάδα και είδαν τους πανίσχυρους γίγαντες να παίζουν, ξεριζώνοντας δέντρα και εκσφενδονίζοντας λίθινους όγκους ο ένας  στον άλλον. Σκέφτηκαν λοιπόν να εκμεταλλευτούν τη δύναμη των γιγάντων, και με τα μάγια τους, τούς υπέταξαν πολύ γρήγορα στη θέλησή τους. Οι πονηροί νάνοι, αφού  υποδούλωσαν τους ανόητους γίγαντες, τους έβαλαν να τους χτίσουνε σπίτια από λίθινες πλάκες με πολύ μικρά ανοίγματα για πόρτες. Κύλησαν πολλοί αιώνες έκτοτε. Κανείς δεν ξέρει, τι απόγιναν οι δυο φυλές. Τα σπίτια των νάνων όμως, που χτίστηκαν από χέρια γιγάντων, εξακολουθούν να στέκουν εις ανάμνηση της ιστορίας…».

Οι ορεσίβιοι αποκαλούσαν τα ντολμέν «ισπούν» – «σπίτια νάνων», οι κοζάκοι – «σπιτάκι του γίγαντα» ή «σπίτι του διαβόλου». Οι Τσερκέζοι τα τιμούσαν ως ιερά και τα προστάτευαν. Σήμερα γίνεται προσπάθεια για την διατήρησή τους, με την δημιουργία ενός εθνικού πάρκου, ελεύθερου μεν στους πολίτες, φρουρούμενου δε από τις διάφορες παραθρησκευτικές ομάδες και τους κυνηγούς θησαυρών, που συρρέουν συνήθως σε τέτοια μέρη και προκαλούν φθορές. Το φυσικό περιβάλλον, που πλαισιώνει τα ντολμέν, διακρίνεται για σπάνια ομορφιά καθώς τα μνημεία χτίζονταν συνήθως σε όχθες ποταμών και κοντά σε καταρράκτες. Το Σότσι φημίζεται για την φυσική ομορφιά του, με την «Κοιλάδα των Καταρρακτών», όπου υπάρχουν 33 καταρράκτες και τα κολχιδικά παρθένα δάση του δυτικού Καυκάσου, που προστατεύονται από την UNESCO.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *