Η “Κατιούσα” είναι πολλαπλός εκτοξευτής πυραύλων, ένας τύπος πυροβολικού με χρήση πυραύλων, που κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τη Σοβιετική Ένωση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η “Κατιούσα” εφευρέθηκε στο Voronezh και εμφανίστηκε σε πολλές πλατφόρμες κατά τη διάρκεια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των φορτηγών, των ελκυστήρων πυροβολικού, των αρμάτων μάχης και των θωρακισμένων τραίνων, καθώς και σε ναυτικά και παραποτάμια σκάφη ως όπλα υποστήριξης επίθεσης. Οι σοβιετικοί μηχανικοί τοποθετούσαν επίσης τους πυραύλους “Κατιούσα” κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, για την στήριξη σε αστικές μάχες.
Ο σχεδιασμός ήταν σχετικά απλός: το σύστημα πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων αποτελείτο από πολλαπλές παράλληλες ράγες επί των οποίων τοποθετούνταν οι πύραυλοι, με ένα πτυσσόμενο πλαίσιο που τους έθετε σε θέση βολής. Κάθε φορτηγό είχε 14 με 48 εκτοξευτήρες. Ο πύραυλος M-13 του συστήματος BM-13 είχε μήκος 80 εκ, 13,2 εκ διάμετρο και ζύγιζε 42 κιλά.
Το συγκεκριμένο όπλο είναι λιγότερο ακριβές από τα συμβατικά όπλα πυροβολικού, αλλά είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό στον βομβαρδισμό ευρύτερης περιοχής, και τρόμαζε ιδιαίτερα τους Γερμανούς στρατιώτες. Μια πυροβολαρχία τεσσάρων BM-13 μπορούσε να κάνει φοβερή ομοβροντία εντός 7-10 δευτερόλεπτων, προσγειώνοντας 4,35 τόνους ισχυρών εκρηκτικών σε ζώνη 400.000 τετραγωνικών μέτρων, καθιστώντας την ισχύ της ισοδύναμη με εκείνη 72 περίπου πυροβόλων όπλων. Με ένα αποτελεσματικό πλήρωμα, οι εκτοξευτές μπορούσαν να μετακινηθούν σε μια νέα θέση αμέσως μετά τη βολή, στερώντας από τον εχθρό την ευκαιρία να απαντήσει με το πυροβολικό του στο σημείο από το οποίο δέχτηκε το χτύπημα. Οι πυροβολαρχίες Κατιούσας συσπειρώνονταν συχνά σε πολύ μεγάλους αριθμούς για να δημιουργήσουν ένα τείχος πυρός, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοκ στις δυνάμεις του εχθρού. Το μειονέκτημα του όπλου ήταν το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειαζόταν για να οπλισθεί ένας εκτοξευτής, σε αντίθεση με τα συμβατικά όπλα, που μπορούσαν να στηρίξουν ένα συνεχές χαμηλό ρυθμό πυρός. Επιπλέον ο διακριτός έντονος ήχος της εκτόξευσης των πυραύλων τρομοκρατούσε τα γερμανικά στρατεύματα, καθιστώντας τις Κατιούσες κατάλληλες και για ψυχολογικό πόλεμο.
Οι πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων ήταν άκρως απόρρητοι στις αρχές του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Μια ειδική μονάδα στρατευμάτων NKVD είχε αναλάβει τη λειτουργία τους. Στις 14 Ιουλίου 1941, μια πειραματική πυροβολαρχία επτά εκτοξευτών χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη μάχη της Ρούντια στα περίχωρα του Σμολένσκ της Ρωσίας, υπό τις διαταγές του Λοχαγού Φλιόροβ. Η πυροβολαρχία αυτή κατάφερε να καταστρέψει μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων και φορτηγών των Ναζί, που είχαν συγκεντρωθεί στην αγορά της πόλης, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στον γερμανικό στρατό κι εξαναγκάζοντάς τον σε υποχώρηση από την πόλη σε κατάσταση πανικού. Μετά από αυτή την επιτυχία, ο Κόκκινος Στρατός πείστηκε για την αποτελεσματικότητα του όπλου αυτού, καθώς και για την ικανότητά του να αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού. Έτσι οργανώθηκαν νέες πυροβολαρχίας της Φρουράς για την υποστήριξη των μεραρχιών του πεζικού. Μια πυροβολαρχία αποτελούταν από τέσσερις εκτοξευτές. Παρέμειναν υπό τον έλεγχο της NKVD έως ότου έκαναν την εμφάνισή τους οι γερμανικοί εκτοξευτές πυραύλων Nebelwerfer, και έγιναν συνηθισμένο πλέον θέαμα στον πόλεμο.
Αρχικά, λόγω των ανησυχιών για το απόρρητο, αποκρύφτηκε η στρατιωτική τους ονομασία από τους στρατιώτες που τους χειρίζονταν. Αποκαλούνταν με κωδικές ονομασίες όπως “όπλα Kostikov”(από τον επικεφαλής του Ινστιτούτου Επιστημονικής Έρευνας Μηχανικής-Αντίδρασης). Το όνομα BM-13 εμφανίστηκε σε απόρρητα έγγραφα μόνο το 1942, ενώ παρέμεινε απόρρητο και μετά τον πόλεμο.
Για το πως κατέληξε να γίνει γνωστό με το όνομα Κατιούσα, υπάρχουν πολλές εκδοχές. Σύμφωνα με την επικρατέστερη, επειδή τα όπλα αυτά είχαν σημανθεί με το γράμμα K (για το Εργοστάσιο Βορονέζ Κομιντέρν), τα στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού σκέφτηκαν να το ονομάσουν από το πολύ γνωστό την εποχή εκείνη πολεμικό τραγούδι, με στίχους του Μιχαήλ Ισάκοβ, “Κατιούσα”, το οποίο μιλάει για ένα κορίτσι που λαχταρά να γυρίσει ο αγαπημένος της, που έχει φύγει για το μέτωπο. Η Κατιούσα είναι προσφιλές υποκοριστικό του ονόματος «Αικατερίνη» (Γεκατερίνα στα ρώσικα), αντίστοιχο του δικού μας «Κατερινούλα».
Τα γερμανικά στρατεύματα βάφτισαν αυτό το όπλο “όργανο του Στάλιν” (στα γερμανικά: Stalinorgel), από το όνομα του τότε Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν και το εκκλησιαστικό όργανο. Αυτό οφείλεται στην οπτική ομοιότητα της διάταξης των εκτοξευόμενων πυραύλων με το εκκλησιαστικό όργανο και στον εκκωφαντικό, βαρύ ήχο των πυραυλοκινητήρων του όπλου. Τα όπλα αυτού του τύπου εξακολουθούν να είναι γνωστά υπό το ίδιο όνομα στη Δανία, στη Φινλανδία, στη Γαλλία, στη Νορβηγία, στην Ολλανδία και στο Βέλγιο, στην Ουγγαρία και στη Σουηδία.
Η επιτυχία και το φτηνό κόστος των όπλων Κατιούσα, οδήγησε στην περαιτέρω ανάπτυξή τους μετά τον πόλεμο. Σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Κατιούσες συνέχισαν να αναπτύσσονται και να εκσυγχρονίζονται. Μια σειρά από πρώην κράτη μέλη, καθώς και σύμμαχοι της ΕΣΣΔ υιοθέτησαν τα φτηνά και πολύ αποτελεσματικά αυτά όπλα. Έτσι, στις μέρες μας, ο ιστορικός εκτοξευτήρας Κατιούσα, εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές σε όλη την Ευρασία και σε πολλά κράτη της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ενώ αρχικά αναπτύχθηκε για να αναχαιτίσει τους Ναζί στο Ανατολικό Μέτωπο, σήμερα οι Κατιούσες κάνουν την εμφάνισή τους σε πολλά ειδησεογραφικά πλάνα στα πιο καυτά σημεία του κόσμου, αποδεικνύοντας την θανάσιμη αποτελεσματικότητα αυτού του όπλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στις μέρες μας.