Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας (ΟΕΣ) βράβευσε με το παράσημο του Αγίου Βασιλέως Κωνσταντίνου τον απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού Πολεμικού ναυτικού, Μαρίνο Ριτσούδη, για την άρνησή του να λάβει μέρος στις νατοϊκές επιθέσεις κατά της Γιουγκοσλαβίας το 1999, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου τύπου της ΟΕΣ.
Η τελετή της βράβευσης έλαβε χώρα στο Βελιγράδι την Τρίτη, 23 Ιανουαρίου.
«Αφού τιμωρήθηκε, και μετά από πολλούς πειρασμούς, είχε το θάρρος να πει ότι ο ίδιος δεν είναι ήρωας, και ότι ήρωας ήταν ο λαός της Σερβίας! Αυτή ήταν πράγματι ρήση ενός γενναίου, σοφού και γνήσιου χριστιανού. Δεν βρίσκουμε λόγια, για να τον ευχαριστήσουμε για την πράξη του, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να τον τιμήσουμε με το παράσημο του Αγίου Βασιλέως Κωνσταντίνου», – δήλωσε ο επικεφαλής της ΟΕΣ, Πατριάρχης Ειρηναίος.
Οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας (αποτελούμενη τότε από την Σερβία και το Μαυροβούνιο) από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ διαρκούσαν 78 μέρες, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο 1999. Οι αρχές του Βελιγραδίου, με επικεφαλής τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, είχαν κατηγορηθεί από τις χώρες της Δύσης για εθνοκάθαρση των Κοσσοβάρων Αλβανών. Ως επίσημη αφορμή για την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων κηρύχθηκε η παρουσία των σερβικών στρατευμάτων στη νότια σερβική αυτόνομη περιοχή του Κοσσόβου.
Έως τις μέρες μας, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τα θύματα των βομβαρδισμών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των σερβικών πηγών, στη διάρκεια της νατοϊκής επιχείρησης σκοτώθηκαν 1.200-2.500 πολίτες, και τραυματίστηκαν 5-12,5 χιλιάδες.
Με το παράσημο του Αγίου Βασιλέως Κωνσταντίνου η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας τιμάει τόσο τους κληρικούς, όσο και τους κοσμικούς για την συνεισφορά τους στην θρησκευτική ελευθερία και στην πρόοδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών γενικά.
Το παράδειγμα του χριστιανού
Τον Απρίλιο του 1999 ο ανθυποπλοίαρχος Μαρίνος Ριτσούδης αρνήθηκε να επιβιβασθεί στο αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής» λίγο πριν την αναχώρησή του, γιατί δεν θέλησε να συμμετέχει στην επίθεση κατά της Σερβίας.
Πριν την έξοδο του αντιτορπιλικού στην Αδριατική, ο ανθυποπλοίαρχος συναντήθηκε με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τον π. Γεώργιο Μεταλλινό, ο οποίος βρισκόταν στο πλευρό του στην αίθουσα του Ναυτοδικείου στις 21 Απριλίου 1999. Ο ίδιος ο ιερέας είχε δηλώσει, ότι δεν γνώριζε προηγουμένως τον Ριτσούδη, ενώ τον είχε συμβουλεύσει να πράξει κατά την συνείδησή του.
Σύμφωνα με τα ελληνικά μέσα της εποχής εκείνης, ο ανθυποπλοίαρχος είχε ζητήσει την ευλογία της Εκκλησίας. Η Αρχιεπισκοπή δεν διέψευσε, αλλά ούτε και επιβεβαίωσε ποτέ την είδηση. Πάντως μετά τη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο ο Ριτσούδης ανέφερε τον πλοίαρχό του, καθώς και στον Εισαγγελέα του Ναυτοδικείου, ότι αρνείται να υπακούσει στην διαταγή.
Το Ναυτοδικείο τον καταδίκασε σε 2,5 χρόνια με τριετή αναστολή. Η απόφαση καταχειροκροτήθηκε από το πλήθος, που υποδέχτηκε τον Ριτσούδη με επευφημίες. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα είχαν λάβει χώρα πολλές διαδηλώσεις κατά της νατοϊκής επέμβασης στην ομόδοξη Γιουγκοσλαβία.
Η διοίκηση του πολεμικού ναυτικού απέπεμψε τον Ριτσούδη, ο οποίος απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι έπραξε σύμφωνα με τις επιταγές της συνείδησής του, διότι «ο Νόμος του Θεού είναι πάνω απ’ όλα». Ο Μαρίνος Ριτσούδης δεν ήταν μόνος του σε αυτή την απόφαση – άλλα 10 μέλη του πληρώματος είχαν δηλώσει ανοιχτά την άρνησή τους να λάβουν μέρος στη νατοϊκή επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο από το ονόματά τους, μόνο αυτό του Νίκου Γαρδίκη έγινε γνωστό.