Στην γνωριμία με τις παραδόσεις του κάθε λαού, πολλοί προτιμούν να ξεκινήσουν με μια μελέτη της κουζίνας του. Η φράση του Γερμανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα. Λούντβιχ Αντρέα Φόιερμπαχ “Ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει” δεν είναι τυχαία δημοφιλής έως τα σήμερα, καθώς η παραδοσιακή κουζίνα περιλαμβάνει μια συμπυκνωμένη μορφή των χαρακτηριστικών του εκάστοτε εθνικού χαρακτήρα, τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και τα μαγειρικά σκεύη και, τέλος – η διάθεση του ίδιου του λαού αντικατοπτρίζεται στην ιστορία, στον πολιτισμό, στα έθιμα και στις προτιμήσεις του.
Το ρωσικό σαμοβάρι
Το ρωσικό σαμοβάρι θεωρείται σήμα κατατεθέν με παγκόσμια αναγνώριση, το οποίο έχει γίνει συνώνυμο της ρωσικής φιλοξενίας και γενναιοδωρίας. Η τεϊοποσία με τη χρήση του σαμοβαριού έχει τραγουδηθεί από καλλιτέχνες και ποιητές, είναι εντυπωσιακή σε δημοτικότητα και δεν υστερεί σε σημασία από την κλασική παράδοση της αγγλικής τεϊοποσίας ή την κινεζική τελετή του τσαγιού. Πολλοί Ρώσοι ποιητές και συγγραφείς έχουν αφιερώσει ουκ ολίγες στροφές στο σαμοβάρι. Ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Μπελίνσκι, ο Οστρόβσκι, ο Ντοστογιέφσκι και ο Λεσκόβ περιγράφοντας τον ρωσικό τρόπο ζωής, έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στο θέμα του τσαγιού, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σαμοβάρι, δεδομένου ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ρωσικής τεϊοποσίας.
Το σαμοβάρι έχει μια ξεχωριστή θέση στη ρωσική εθνική κουλτούρα: είναι ένα σύμβολο της εστίας, της θαλπωρής, της άνεσης και της συντροφικότητας. Η παρουσία ενός σαμοβαριού στο σπίτι μαρτυρούσε την υλική του ευημερία. Στο σπίτι το τοποθετούσαν στην πλέον εμφανή και τιμητική θέση, στη λεγόμενη “κόκκινη” γωνιά. Μπροστά από ένα σαμοβάρι συχνά διεξάγονταν σοβαρές επαγγελματικές συναντήσεις, και η εμφάνισή του στον χώρο πυροδοτούσε τις πιο καυτές και δημιουργικές πολιτικές συζητήσεις. Το σαμοβάρι μπορούσες να το δεις τόσο στο σπίτι ενός αριστοκράτη στην πρωτεύουσα της Αγίας Πετρούπολης, όσο στα εστιατόρια ή στις καφετέριες της εποχής, που προορίζονταν για τον απλό, φτωχό λαό.
Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα το σαμοβάρι έγινε το κύριο σύμβολο της ρωσικής ζωής, το κεντρικό σημείο της τεϊοποσίας, η οποία ήδη κατά τον 19ο αιώνα θεωρούταν στη Ρωσία μέρος της εθνικής πολιτιστικής παράδοσης. Όντας διακοσμητικό κομμάτι του σπιτιού, το σαμοβάρι από την εφεύρεσή του έχει κερδίσει μια ιδιαίτερη θέση μεταξύ των χάλκινων σκευών στα νοικοκυριά, και σύντομα αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο ιδιαίτερα αντικείμενα των ρωσικών έργων τέχνης και χειροτεχνίας.
Η ιστορία της εμφάνισης του σαμοβαριού στη Ρωσία είναι σχεδόν ανεξερεύνητη, ανθηρή και διφορούμενη. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την εμφάνιση του σαμοβαριού στη Ρωσία. Σύμφωνα με μία από αυτές, το σαμοβάρι το έφερε στη Ρωσία ο Πέτρος ο 1ος (ο Μεγάλος) από την Ολλανδία ως μια αλλόκοτη και πρωτοποριακή συσκευή. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, γενέτειρα του σαμοβαριού ήταν τα Ουράλια όρη, και δημιουργός – εφευρέτης του υπήρξε ο βιομήχανος της Τούλα, Ντεμίντοβ. Ήδη κατά τα έτη 1730-1740 τα σαμοβάρια χρησιμοποιούνταν στα Ουράλια, και αργότερα στην Τούλα, στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη. Το 1778 στην πόλη της Τούλα, δύο αδέλφια, οι αδερφοί Λισιτσίν, ξεκίνησαν την πρώτη παραγωγή σαμοβαριών, δίνοντας αφορμή στους ιστορικούς να θεωρήσουν την Τούλα ως “πρωτεύουσα” και σπίτι του ρωσικού σαμοβαριού. Έως τα μέσα του 19ου αιώνα σε όλη τη Ρωσία υπήρχαν 28 εργαστήρια κατασκευής σαμοβαριών. Περίπου 120 χιλιάδες σαμοβάρια από χαλκό παράγονταν κάθε χρόνο. Τα σαμοβάρια φτιάχνονταν από τεχνίτες σε ολόκληρη την επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ενώ κατόπιν παραγγελίας υπήρχε η δυνατότητα κατασκευής σαμοβαριού χωρητικότητας 2-80 λίτρα, και μάλιστα σε ποικίλα σχέδια: βάζα, μπουκάλια, ποτήρια, βελανίδια, αυγά, αχλάδια, κύπελλα, κλπ Τα σαμοβάρια κατασκευάζονταν από διαφορετικά μέταλλα: ορείχαλκο, κασσίτερο, πράσινο χαλκό, ασήμι νικελίου κ.α. Η ίδια η διαδικασία ήταν αρκετά χρονοβόρα, και απαιτείτο αυστηρή συμμόρφωση στον καταμερισμό της εργασίας. Δεν μαρτυρείται πουθενά περίπτωση κατά την οποία ένας τεχνίτης να κατασκεύασε ολομόναχος ένα άρτιο σαμοβάρι. Στην διάρκεια του αιώνα, τα σαμοβάρια άλλαξαν πολλά στυλ, και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ο αριθμός τους έφτασε τα 165. Όσον αφορά τη διακόσμηση, τα σαμοβάρια αφήνονταν στην φαντασία των τεχνιτών και στο πορτοφόλι του πελάτη, κατά τα άλλα δεν γνώριζε όρια. Η εμφάνιση του σαμοβαριού άλλαξε, υπακούοντας στις επιταγές των εποχών, του συρμού και του τρόπου και ρυθμού της ζωής των ανθρώπων.
Παραδόσεις τεϊοποσίας
Η Ρωσική παράδοση τεϊοποσίας είναι εξαιρετικά πλούσια, αφού περιέχει επιρροές και επιδράσεις διαφόρων χωρών και εποχών, παραμένει ωστόσο χαρακτηριστική των ιδιαίτερων εθνικών γνωρισμάτων του ρωσικού λαού.
Για τους Ρώσους η φράση “γύρω από το σαμοβάρι” έχει μια πολύ ιδιαίτερη έννοια: αυτήν της συγκέντρωσης για την τελετή του τσαγιού, όταν όλοι κάθονται στο τραπέζι για να μιλήσουν αργά, χωρίς βιασύνη, πίνοντας τσάι. Στην Ανατολή, κατά τη διάρκεια της τελετής του τσαγιού ο άνθρωπος καλείται να εστιάσει στον εαυτό του, στη Ρωσία αντιθέτως δια της τεϊοποσίας επιδιωκόταν η ανάπτυξη κι ενίσχυση του πνευματικού δεσμού με τους άλλους, το «δέσιμο» μεταξύ των ανθρώπων.
Διαφοροποιούταν ακόμη και το ίδιο το τσάι, το οποίο παρασκευαζόταν στη Ρωσία. Δεν περιείχε τα φυτικά λουλούδια της Κίνας, δεν ήταν πράσινο, όπως στην Αμερική ή μαύρο, όπως στην Αγγλία. Το ρωσικό τσάι πάντα παρασκευαζόταν από τον ακραίο οφθαλμό του βλαστού και καταναλωνόταν απαραίτητα με ζάχαρη. Επιπλέον, οι άνδρες έπιναν τσάι από γυάλινα κύπελλα, ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν φλιτζάνια από κινεζική πορσελάνη.
Καθώς η τεϊοποσία συνοδευόταν από σπουδαίες εκδηλώσεις και μεγάλες συζητήσεις, ήταν απολύτως φυσιολογικό να πίνει ο καθένας έξι ή επτά φλιτζάνια στη σειρά. Επιπλέον, οι Ρώσοι έπιναν τσάι σε διάφορες περιστάσεις της ζωής τους, κατά τη διάρκεια εορτασμών, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και σε αίθουσες συσκέψεων. Το τσάι πολύ σύντομα διαδόθηκε κι έγινε δημοφιλές σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Οι αριστοκράτες το έβλεπαν ως κάτι το εκλεπτυσμένο και προσπαθούσαν να μιμηθούν στην τεϊοποσία τους Άγγλους, ενώ οι απλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων και των απλών εργαζομένων, των μαγαζάτορων και των στρατιωτικών, μιμούνταν τους αριστοκράτες. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η τεϊοποσία σε κάποιου είδους “χαλασμένο τηλέφωνο”, και οι παραδόσεις που απηχούσε εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων.
Αρχικά το τσάι χρησιμοποιήθηκε ως φαρμακευτικό ποτό, και μόνο αργότερα οι άνθρωποι πρόσεξαν και εκτίμησαν και τις άλλες ιδιότητές του, όπως την ικανότητά του να καταπολεμάει την υπνηλία. Στη μέση του δέκατου έβδομου αιώνα, η Ρωσία σύναψε μια σύμβαση με την Κίνα, που παρείχε στη Μόσχα τακτικό εφοδιασμό τσαγιού. Παρά τη σχετικά υψηλή τιμή, αυτά τα αποξηραμένα φύλλα εξαντλούνταν πολύ γρήγορα, καθώς το τσάι σχεδόν πάντα ήταν ένα επικερδές εμπόρευμα. Από την εποχή της Αικατερίνης ΙΙ, οι Ρώσοι κατανάλωναν τσάι σε μεγάλες ποσότητες.
Στη σοβιετική εποχή, η κατανάλωση τσαγιού ήταν δεκάδες φορές μεγαλύτερη από την κατανάλωση του άμεσου ανταγωνιστή της, του καφέ. Μολονότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι προτιμήσεις των Ρώσων έκλιναν προς τον καφέ, το τσάι παραμένει ασυναγώνιστος πρωταθλητής ως προς το εύρος και τη μαζική κατανάλωση. Πράσινο ή μαύρο τσάι σερβίρεται σε εστιατόρια ή στα ακριβότερα ξενοδοχεία της πρωτεύουσας, αλλά και σε ειδικά σημεία πώλησης ζεστού τσαγιού, τα οποία αποκαλούνται στο ανατολίτικο στυλ “Τσαϊχάν” και συχνά λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο. Είναι δύσκολο να μην εντυπωσιαστεί κανείς από την ποικιλομορφία των επιλογών στα καταστήματα που ειδικεύονται στο τσάι, όπου μπορείτε να αγοράσετε όχι μόνο τα πιο σπάνια τσάγια, αλλά και τους πιο απροσδόκητους συνδυασμούς με βότανα, άνθη, φρούτα και μούρα σε κομψούς σχεδιασμούς.
Τα αξεσουάρ της ρωσικής τεϊοποσίας
Τον ρωσικό εθνικό χαρακτήρα τον εμπλούτισαν και κάποια αξεσουάρ τεϊοποσίας, που συνόδευαν ως απαραίτητο συμπλήρωμα το σαμοβάρι.
Είναι θέμα υπερηφάνειας για κάθε ρωσικό νοικοκυριό να υπάρχει ένα σετ τσαγιού, από τότε που η Ευρωπαϊκή πορσελάνη μπόρεσε να γίνει προσιτή οικονομικά σχεδόν σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Την παραγωγή των ρωσικών σκευών τσαγιού την επηρέασε η αυτοκράτειρα Ελισάβετ η Β`, η οποία διέταξε να χτιστεί το αυτοκρατορικό εργοστάσιο πορσελάνης. Επί Αικατερίνης Β’, άρχισαν να δημιουργούνται όμορφα οικογενειακά σετ τσαγιού, ενώ η ποιότητά τους δεν ήταν κατώτερη από τα ανατολικά ή τα ευρωπαϊκά σερβίτσια.
Ένα ωραίο συμπλήρωμα στο τραπέζι τεϊοποσίας στη Ρωσία θεωρείται η γυναίκα του βραστήρα. Αυτή είναι μια ειδική συσκευή κατασκευασμένη από ύφασμα, που έχει το σχήμα μιας γυναίκας με καταπράσινες φούστες, με την οποία κάλυπταν το πάνω μέρος του σαμοβαριού, περιμένοντας το τσάι να γίνει.
Ένα άλλο σημαντικό σύμβολο της ρωσικής τεϊοποσίας ήταν το πιατάκι του φλιτζανιού. Από αυτό έπιναν τσάι ιδιοκτήτες, έμποροι, τεχνίτες και απλοί αγρότες, όμως στους αριστοκρατικούς κύκλους της κοινωνίας, αυτή η συνήθεια εθεωρείτο εξαιρετικά χυδαία. Όταν ο καλεσμένος τοποθετούσε το φλιτζάνι πίσω στο πιατάκι του, σήμαινε ότι δεν ήθελε να πιεί άλλο τσάι. Το ίδιο δήλωνε και το ανεστραμμένο κύπελλο για τους φτωχούς, αλλά και τοποθέτηση του κουταλιού αριστερά στο φλιτζάνι για την ανώτερη τάξη.
Το κύριο αξεσουάρ τεϊοποσίας της σοβιετικής εποχής ήταν το σιδερένιο πιατάκι, αν και εμφανίστηκε πολύ πριν από τη σοβιετική περίοδο. Όπως και το σαμοβάρι, αρχικά ήταν ένα λειτουργικό αντικείμενο που με τον καιρό μετατράπηκε σε ένα έργο τέχνης. Τον 19ο αιώνα το σερβίτσιο προοριζόταν για διανοούμενους άνδρες οι οποίοι, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, προτιμούσαν να πίνουν τσάι από φλιτζάνια. Αρχικά τα σουβέρ ήταν φτιαγμένα από ξύλο, αργότερα αντικαταστάθηκαν από πιο ακριβά και κομψά ασημένια σουβέρ, ώστε τελικά να καταλήξει σε φθηνότερα μέταλλα. Τώρα αυτά τα λειτουργικά αντικείμενα μπορούν να βρεθούν στα ρωσικά τρένα, όπου το τσάι σερβίρεται αποκλειστικά σε φλιτζάνι με σιδερένιο πιατάκι.
Τραπέζι τεϊοποσίας
Ιδιαίτερο ρόλο στην τεϊοποσία, ειδικά για τους εύπορους Ρώσους, είχε η διακόσμηση του τραπεζιού. Με το αφέψημα σερβίρεται μια τεράστια ποσότητα από κεράσματα: κέικ, γλυκά και αλμυρά, μαρμελάδες, ζάχαρη και άλλα καλούδια. Σήμερα, υπάρχουν εκατοντάδες συνταγές γλυκών, που συνήθως σερβίρονται με τσάι ή στολίζουν ένα γιορτινό τραπέζι. Πρώτα απ ‘όλα, μια ποικιλία από πίτες και κέικ, πίτες και ψωμιά, πλεξούδες, σανγκί, κουρνικί, γκρετσνικί και διάφορα ήδη από ζύμη, άγνωστα στην Ελλάδα. Αυτά συμπλήρωναν κυρίως τα πιάτα με πουλερικά, κρέας, ψάρι, λαχανικά, τυρί, φρούτα και μούρα. Σήμερα, σε ένα τραπέζι τσαγιού σερβίρονται συνήθως κρέπες, μάφιν, cheesecake, τάρτες, ψωμάκια, κουλούρια, φραντζολάκια, μια τεράστια ποικιλία εθνικών γλυκών και φυσικά, το περίφημο πριάνικ.