Μουσική

Η ιστορία του ρωσικού σανσόν

Το chanson είναι γαλλική μουσική τέχνη τραγουδιού. Άνθισε ιδιαίτερα τον 20ό αιώνα, κι αναδείχτηκε ως γαλλική παραλλαγή του διεθνούς δημοφιλούς τραγουδιού. Οι ρίζες του χάνονται στον Μεσαίωνα, όπου διαμορφώνονται δυο ρεύματα του είδους: η λόγια, μεσαιωνική τέχνη των Τροβαδούρων και η δημώδης λαϊκή έντεχνη μουσική. Στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους τραγουδιστές των γαλλικών καμπαρέ, επιφανέστεροι εκ των οποίων υπήρξαν ο Αριστίντ Μπριουάν και η γνωστή Γαλλίδα τραγουδίστρια, κλόουν και ηθοποιός Μιστινγκέτ. Κατά τον 20ό αιώνα παράλληλα με το καμπαρέ εμφανίζεται και το λεγόμενο ρεαλιστικό τραγούδι, που εκπροσωπήθηκε αποκλειστικά από γυναίκες, σπουδαιότερη εκ των οποίων υπήρξε αναμφισβήτητα η Εντίθ Πιάφ.

Όσον αφορά στο ρωσικό chanson, που στις μέρες μας επικρατεί ως είδος στη ρωσική μουσική σκηνή, από πολύ νωρίς συνδέθηκε με τον υπόκοσμο – όπως ακριβώς στην Ελλάδα το ρεμπέτικο τραγούδι. Πολλοί εντοπίζουν την αιτία αυτής της παράξενης σύζευξης στις ρίζες του ρωσικού σανσόν, οι οποίες χάνονται στο ρωσικό παραδοσιακό τραγούδι, και συγκεκριμένα – σε μια υποκατηγορία του, στο λεγόμενο κλέφτικο τραγούδι. Ήδη κατά τον 16ο αιώνα στην τσαρική Ρωσία κυκλοφορούσαν γνωστοί κύκλοι ασμάτων για τους κλέφτες Γερμάκ, Στεπάν Ράζιν, Βάνκα Κάιν και άλλους. Τα τραγούδια αυτά δεν διαφωτίζουν μόνο τις πτυχές του καθημερινού βίου των κλεφτών, αλλά μας μεταφέρουν και την αργκό της εποχής εκείνης. Ως συνήθως, τα τραγούδια αυτά διαποτίζονταν από συμπάθεια προς τους κλέφτες, που περιγράφονται ως ελεύθεροι άνδρες, που πολεμούν την κοινωνική αδικία. Κι εδώ δεν θα μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε τις αναλογίες προς το ελληνικό παραδοσιακό κλέφτικο τραγούδι, που επίσης εξύμνησε τους κλέφτες κι αρματολούς ήρωές του – τον Κακαράπη, τον Γιαγκούλα και τον ξακουστότερο ίσως όλων, λήσταρχο Νταβέλη. Ο ήρωας των κλέφτικων τραγουδιών είναι και στις δυο περιπτώσεις aprioriαπαλλαγμένος από την φυσική εργασία ή την υπηρεσία στον στρατό, και η μόνη του ασχολία είναι να ληστεύει τους πλουσίους και να βοηθάει τους φτωχούς. Κάθε λαός έχει τους δικούς του Ρομπέν των Δασών…

Προς τον 19ο αιώνα στη Ρωσία μορφοποιείται το λεγόμενο τραγούδι των δεσμών, ή της φυλακής. Ο Ντοστογιέφσκι στη νουβέλα του «Σημειώσεις από το σπίτι των νεκρών» αναφέρεται σε αυτό εκτενώς. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι ο σπαρακτικός τόνος της φωνής, η νοσταλγία του πατρικού σπιτιού, η λαχτάρα της αποφυλάκισης, η λατρεία προς το πρόσωπο της μητέρας και η περιγραφή του βίου και της καθημερινότητας των φυλακισμένων.  Κι επειδή ο λαός πάντα έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους κατατρεγμένους και προς εκείνους, που τολμάνε να σηκώσουνε κεφάλι σε κάθε μορφή εξουσίας, τα τραγούδια αυτά δεν έμειναν εντός των τειχών της φυλακής, αλλά διαδόθηκαν ευρέως στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Ωστόσο τη ριζική του μεταμόρφωση το ρωσικό σανσόν τη γνώρισε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ενώ ως τότε ήταν ένα καθαρά ρώσικο μουσικό είδος τραγουδιού, κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα το είδος υπέπεσε στην επιρροή της παραδοσιακής μουσικής των Εβραίων  της Ανατολικής Ευρώπης και της εβραϊκής ποίησης της Οδησσού στα Γίντις. Το καινούριο υβριδικό είδος αποκόπηκε από την ρομαντική ζωή των περιπλανώμενων αγωνιστών κατά της κοινωνικής αδικίας και συνδέθηκε πλέον αποκλειστικά με τον υπόκοσμο της πόλης, γεγονός που το κάνει να θυμίζει περισσότερο αστικό ρομάντζο. Εδώ οι εγκληματίες παρουσιάζονται αυστηρά ιεραρχημένοι, με τους κλέφτες κάθε λογής να αποτελούν την ανώτερη βαθμίδα, τους απατεώνες και τους παραχαράκτες – την μεσαία βαθμίδα των διανοουμένων, και τους ζητιάνους, ληστές και φονιάδες να βρίσκονται στην κατώτερη βαθμίδα. Η λουμπενοποίηση της κοινωνίας στα πρόθυρα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου συντέλεσε στην ταχεία εξάπλωση του νέου είδους.

Η εβραϊκή επιρροή στη διαμόρφωση του ρωσικού σανσόν δεν πρέπει να μας ξενίζει. Ας μην ξεχνάμε, ότι ενώ η εβραϊκή διανόηση ηγήθηκε της Επανάστασης του Οκτώβρη, το εβραϊκό στοιχείο άσκησε την επιρροή του και στον υπόκοσμο, όπου περιοριζόταν κυρίως στο εμπόριο και στη σύνθεση τραγουδιών. Τα δημοφιλέστερα σανσόν της εποχής εκείνης, με καθαρά εβραϊκό μοτίβο, είναι το «Τραγούδι του ζητιάνου» (Друзья, купите папиросы), γνωστό ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, και το Бублички («Κουλουράκια») του γνωστού Εβραίου ποιητή από την Οδησσό, Γιάκοβ Γιάντοβ. Ο πιο γνωστός ήρωας είναι ο Гопсосмыком, το όνομα του οποίου δηλώνει στην αργκό την αιφνιδιαστική ληστεία με αστραπιαία εξαφάνιση του δράστη. Αυτός λοιπόν ο τετραπέρατος κλέφτης με το περιπαιχτικό όνομα στην σανσόν παράδοση της Οδησσού, βρίσκεται τη μια στον Παράδεισο, την άλλη στην Κόλαση, – μέχρι και στο Φεγγάρι έφτασε η χάρη του – και σαν άλλος Οδυσσέας, πάντα επιστρέφει στα λημέρια του, για να επιδοθεί στην παράνομη τέχνη του.

Τις δεκαετίες 20-30 το ρωσικό σανσόν αποκτάει τη σημερινή του ονομασία. Το μάγκικο τραγούδι – блатнаяпесня – προέρχεται από την εβραιογερμανική λέξη blat, που σημαίνει τον μυημένο. Για τον παράνομο блатной (μάγκας) είναι ο μυημένος, ο ημέτερος, αυτός που μιλάει την ίδια αργκό μαζί του. Το μάγκικο τραγούδι αναδείχτηκε σε είδος μουσικής του υπόκοσμου, απαλλαγμένης εξολοκλήρου από τους ηθικούς φραγμούς, ενώ ως λεξιλόγιο χρησιμοποιείται συχνά η μάγκικη αργκό, διανθισμένη με πλούσιο υβρεολόγιο.

Ενδιαφέρον έχει η στάση των σοβιετικών και των ρωσικών αρχών απέναντι σε αυτό το είδος. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι το 1927 η Μόσχα αριθμούσε 127 μπυραρίες, όπου εμφανίζονταν οι τραγουδιστές των μάγκικων τραγουδιών. Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 αρχίζει ο αδιαπραγμάτευτος αγώνας κατά του «ελαφρού» είδους. Από την 1η Μαΐου  1930 το τραγούδι στις ταβέρνες και τις μπυραρίες απαγορεύτηκε, ενώ το επόμενο έτος η δισκογραφική εταιρεία «Απρέλεβσκαγια» κατέστρεψε το 80% των δίσκων της, που περιείχαν εγγραφές των σανσόν τραγουδιών.

Παράλληλα όμως, την δεκαετία του ’30 είχε κυκλοφορήσει ένας δίσκος του δημοφιλούς τραγουδιστή Λεονίντ Ουτιόσοβ με τραγούδια που εντάσσονταν στο ίδιο είδος, ο οποίος προοριζόταν όμως αποκλειστικά για την «κλειστή» αγορά.

Ο Λεονίντ Ουτιόσοβ, από τους παλαιώτερους εκπροσώπους του σοβιετικού σανσόν.

Αργότερα η σοβιετική κυβέρνηση υιοθέτησε την πολιτική της ουδετερότητας απέναντι στο σανσόν. Τις δεκαετίες των ’60-70 στη ρωσική μουσική σκηνή κυριαρχεί η απαράμιλλη μορφή του Βισότσκι, με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή του, το καυστικό χιούμορ του και ταυτόχρονα τον έντονο λυρισμό του. Αναμφισβήτητα από τους σπουδαιότερους Ρώσους βάρδους, ο Βισότσκι δεν δίστασε να υιοθετήσει στοιχεία του σανσόν στα τραγούδια του, όπως την χρήση της αργκό και την αναφορά στη ζωή του υπόκοσμου, και παρ’ όλα αυτά υπήρξε ο αγαπημένος καλλιτέχνης του Γιούρι Αντρόποβ.

Ο Βλαντίμιρ Βισότσκι, απόλυτος σοβιετικός βάρδος, υπήρξε ο αγαπημένος καλλιτέχνης του Γιούρι Αντρόποβ.

Την δεκαετία του ’80 πραγματοποιήθηκε άλλη μια αλλαγή στο αστικό ρομάντζο. Σχηματίζονται τα τρία κύρια παρακλάδια της λαϊκής μουσικής: το μάγκικο τραγούδι, το ποιοτικό τραγούδι και το ρώσικο ροκ. Στα χρόνια της Περεστρόικα όλες οι απαγορεύσεις εναντίον του είχαν αρθεί και το κάποτε παράνομο τραγούδι άρχισε να ανακτά την παλιά του δημοτικότητα. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης παρατηρείται ένα κύμα επαναπατρισμού στη Ρωσία πια ενός μέρους των εμιγκρέ, που ζώντας ως τότε στη Δύση, μακριά από το «αυταρχικό σοβιετικό καθεστώς», είχαν διατηρήσει σχεδόν ανόθευτο το ρωσικό σανσόν. Πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες εμιγκρέ αναδείχτηκαν σύντομα σε αστέρες του είδους, με επιφανέστερους τον Βίλλι Τόκαρεβ και τον Μιχαήλ Σουφουτίνσκι.

Ο εμιγκρέ Βίλλι Τόκαρεβ έδωσε νέα πνοή στο ρωσικό σανσόν
Οι μαιτρ του σύγχρονου ρωσικού σανσόν, Μιχαήλ Σουφουτίνσκι και Αλεξάντερ Ρόζενμπάουμ

Το σανσόν κατέχει πρωτεύουσα θέση στη μουσική βιομηχανία της χώρας, με ειδικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και μουσικά φεστιβάλ, αφιερωμένα στο είδος, που παραμένει το #1 στις προτιμήσεις των Ρώσων (και των ρωσόφωνων, γενικά) ακροατών.

Εξώφυλλο από τον δίσκο του γνωστού Ρώσου τραγουδιστή του σανσόν, Μιχαήλ Κρουγκ, “Πίνουμε βοτκίτσα”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *